- ἔκδεια
- ἔκδειαfalling shortfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκδεια — ἔκδεια, η (Α) 1. καθυστέρηση 2. έλλειψη 3. έλλειμμα 4. ελάττωση εισοδήματος ή εσόδων … Dictionary of Greek
ἐκδείας — ἐκδείᾱς , ἔκδεια falling short fem acc pl ἐκδείᾱς , ἔκδεια falling short fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδείαις — ἔκδεια falling short fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδειαι — ἔκδεια falling short fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδειαν — ἔκδεια falling short fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)